- ουράνιος
- -α, -ο (ΑΜ ουράνιος, -ία -ον, θηλ. και -ος) [ουρανός]αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ουρανό ή αυτός που βρίσκεται στον ουρανό ή αυτός που προέρχεται από τον ουρανό (α. «ουράνια φαινόμενα» — τα φαινόμενα τα οποία εξελίσσονται στον ουρανόβ. «φυτὸν οὐκ ἔγγειον ἀλλὰ οὐράνιον», Πλάτ.)νεοελλ.1. μτφ. θεσπέσιος, υπέροχος, εξαίσιος, ιδανικός («ουράνια ομορφιά»)2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα ουράνιαο ουρανός3. φρ. α) «ουράνιος Πατέρας» — ο θεόςβ) «ουράνιο τόξο» — μετεωρολογικό φαινόμενο που συνίσταται στην εμφάνιση σειράς έγχρωμων ομόκεντρων φωτεινών τόξων στον ουρανό ως αποτέλεσμα τής διάθλασης και τής ολικής ανάκλασης τών ηλιακών ακτίνων από ένα σύνολο σταγονιδίων νερού, λ.χ. βροχής ή ομίχλης, μέσα στην ατμόσφαιραγ) «ουράνια σφαίρα»αστρον. η φαινομενική σφαίρα με κέντρο το κέντρο τής Γης ή τον παρατηρητή, στής οποίας την εσωτερική επιφάνεια φαίνονται ότι είναι στερεωμένα τα διάφορα ουράνια σώματα, όπως λ.χ. ο Ήλιος, οι αστέρες, οι πλανήτες και οι δορυφόροι τους, οι αστερισμοί, οι γαλαξίες κ.ά. δ) «ουράνιος κύκλος» — καθεμιά από τις νοητές γραμμές που υποτίθεται ότι είναι χαραγμένες πάνω στην ουράνια σφαίρα και οι οποίες χρησιμεύουν για τον καθορισμό τών συντεταγμένων τών ουράνιων σωμάτων καθώς και τών φαινομένων κινήσεών τουςε) «ουράνιος χάρτης» — χάρτης ενός τμήματος ή ολόκληρου τού ουρανούστ) «μηχανική τών ουράνιων σωμάτων» και «ουράνια μηχανική» — κλάδος τής αστρονομίας που μελετά την κίνηση τών φυσικών ή τεχνητών σωμάτων τού κοσμικού διαστήματοςνεοελλ.-μσν.θεϊκόςαρχ.1. αυτός που φτάνει μέχρι τον ουρανό2. μτφ. ο υπερβολικά μεγάλος, τεράστιος, φοβερός («βαρὺ δ' ἀμβόασον οὐράνι' ἄχη» Αισχύλ.)3. αυτός που έχει το χρώμα τού ουρανού4. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) oἱ οὐράνιοιοι θεοί5. (το θηλ. πληθ. ως ουσ.) αἱ οὐράνιαιοι θεές6. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ οὐράνιαi) τα ουράνια φαινόμεναii) οι βροχέςiii) αγώνες στη Σπάρτη7. το ουδ. ως ουσ. τό ουράνιονονομασία κολλυρίου8. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) ουράνιαμε σφοδρότητα, με μανία9. φρ. «ουράνια σημεία» — τα φαινόμενα τών ουράνιων σωμάτων.επίρρ...οὐρανίως (Α)1. από τον ουρανό2. από τον θεό.
Dictionary of Greek. 2013.